πάροδος

πάροδος
(I)
η, ΝΜΑ
1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.)
2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά τὴν στενότητα τῶν χωρίων τὴν πάροδον διαφυλάξαι», Λυσ.)
νεοελλ.
1. στενότερος δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο
2. ναυτ. ελεύθερο τμήμα τού καταστρώματος στις δύο πλευρές τού πλοίου, διά μέσου τού οποίου γίνεται η επικοινωνία πλώρης και πρύμνης
αρχ.
1. είσοδος («τήν πάροδον ἵν' ἔχης τῶν θυρῶν εὐνουστέραν», Δίων Κάσσ.)
2. στοά, διάβαση πάνω από οχυρώσεις
3. καθεμιά από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα τού αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο προσκήνιο και στις κερκίδες («καταβάς, ὥσπερ οἱ τραγῳδοὶ διὰ τῶν ἄνω παρόδων», Πλούτ.)
4. συνεκδ. η πρώτη είσοδος τού χορού τού αρχαίου δράματος στην ορχήστρα τού θεάτρου («καὶ ἡ μὲν εἴσοδος τοῡ χοροῡ πάροδος καλεῑται», Πολυδ.)
5. συνεκδ. το πρώτο χορικό άσμα που έψαλλε ο χορός καθώς εισερχόταν από την πάροδο στην ορχήστρα («χορικοῡ πάροδος μὲν ἡ πρώτη λέξις ὅλου τοῡ χοροῡ», Αριστοτ.)
6. η χρησιμοποίηση τής σκηνής για την παράσταση ενός θεατρικού έργου («ἡ πάροδος εὗρε δραχμήν», επιγρ.)
7. η ανάγνωση, η δημόσια απαγγελία μπροστά στο κοινό
8. αστρον. πορεία, τροχιά των ουράνιων σωμάτων («πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων», Αριστοτ.)
9. αστρολ. η περιστροφή τής χρονοκρατορίας
10. η προσέλευση, η εμφάνιση, ιδίως μπροστά σε δημόσια συνέλευση
11. η άφιξη, η παρουσία («πάροδος εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον», Ευστ.)
12. φρ. α) «ἐκ παρόδου» — παρέργως, σχεδόν, περίπου, καθώς συνέπεσε ο λόγος, τροχάδην
β) «ἐν παρόδῳ» — κατά τη διέλευση, περνώντας
13. (για πολεμικά πλοία) εξωτερικός διάδρομος κατά μήκος τών πλευρών τού πλοίου όπου παρατάσσονταν οπλίτες για τη ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὁδός].
————————
(II)
ὁ, Α
παροδίτης, οδοιπόρος, διαβάτης, περαστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάροδος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροδος — η 1. δρόμος μικρός που βγαίνει σε μεγαλύτερο, παρακλάδι του κύριου δρόμου: Η κεντρική οδός έχει πολλές παρόδους. 2. πέρασμα, παρέλευση: Με την πάροδο του χρόνου το συνηθίσαμε το κλίμα. 3. πλαϊνός δρόμος του αρχαίου θεάτρου που οδηγούσε στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Пародос — (πάροδος, собственно выход) первая песнь хора в древнегреческой трагедии. Называется так потому, что первоначально пелась при вступлении хора в оркестру. В П. указывался повод, по которому является хор, и выяснялись отношения его к главному лицу… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПАРОД —    • Πάροδος,          см. Chorus, Хор, и Theatrum, Театр, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • παρόδοις — πάροδος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδοισι — πάροδος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδοισιν — πάροδος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδου — πάροδος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδους — πάροδος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδων — πάροδος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”